- κληρικόφρων
- -ον, αρσ. και κληρικόφρονας1. αυτός που υποστηρίζει τα σχετικά με τον κλήρο ζητήματα2. (γενικώς) αυτός που επιδιώκει ή επιδοκιμάζει την ενεργό ανάμιξη τού κλήρου στη δημόσια ή στην ιδιωτική ζωή3. ως ουσ. οπαδός κληρικόφρονος κόμματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κληρικός + -φρων (< φρήν «φρόνημα, καρδιά»), πρβλ. εθνικό-φρων, φιλό-φρων. Η λ., στον πληθ. οι κληρικόφρονες, μαρτυρείται από το 1895 στην Εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.